- στοχαστικοῦ
- στοχαστικόςskilful in aiming atmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Σιλί - Πριντόμ, Ρενέ Φραγκίσκος — (Sully Prudhomme). Γάλλος ποιητής (1839 1907). Φοίτησε στο Λύκειο του Βοναπάρτη και, μετά το τέλος των σπουδών του, εργάστηκε στα εργοστάσια Κρεζώ. Σύντομα όμως εγκατάλειψε τη θέση αυτή, για να σπουδάσει νομικά και φιλοσοφία. Το 1865, ο Σ. Π.,… … Dictionary of Greek